ερεικώδης

ερεικώδης
-ες (Α ἐρεικώδης, -ῶδες) [ερείκη]
1. τόπος γεμάτος με ρείκια
2. ο ερεικοειδής, αυτός που μοιάζει με ρείκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”